ραχάτι

ραχάτι
το безмятежное состояние, покой; безделье, праздность;

κυττάζω το ραχάτι — а) заботиться о своём покое, благоденствии; — б) вести праздную, безмятежную жизнь;

με το ραχάτι μου — не спеша, не затрудняя себя


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ραχάτι" в других словарях:

  • ραχάτι — το (λ. αραβ.), ανάπαυση, χουζούρι: Δε χαλούσε το ραχάτι του για τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραχάτι — το, Ν αργία και ξεκούραση, τεμπελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rahat] …   Dictionary of Greek

  • ραχατεύω — Ν [ραχάτι] περνώ την ώρα μου με ραχάτι, τεμπελιάζω …   Dictionary of Greek

  • ραχατλής — ο, θηλ. ραχατλού, Ν αυτός στον οποίο αρέσει το ραχάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λής (< τουρκ. κατάλ. li), πρβλ. θεριακ λής] …   Dictionary of Greek

  • καλοπέραση — ἡ [καλοπερνώ] 1. καλή διαβίωση, κυρίως με άφθονα υλικά αγαθά, άνετη ζωή, καλοζωία 2. τρυφηλότητα, χουζούρι, ραχάτι …   Dictionary of Greek

  • ραχατ(ι)λίκι — το, Ν ο τρόπος ζωής τού ραχατλή, τεμπελιά, χουζούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λίκι (< τουρκ. κατάλ. lik), πρβλ. θεριακ λίκι] …   Dictionary of Greek

  • χουζούρι — το, Ν 1. ανάπαυση, ραχάτι 2. συνεκδ. νωθρότητα, τεμπελιά 3. απόλαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huzur] …   Dictionary of Greek

  • rahat — RAHÁT, rahaturi, s.n. Produs de cofetărie cu aspect gelatinos, fabricat din sirop de zahăr, amidon şi diferite substanţe aromatice şi prezentat de obicei în formă de cuburi mici. ♦ fig. (fam.) Lucru fără importanţă – Din tc. rahat[lokum]. Trimis… …   Dicționar Român

  • ραχατλής — ο αυτός που αγαπά το ραχάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»